εγκαρτέρηση

εγκαρτέρηση
η
αδιαμαρτύρητη υπομονή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εγκαρτέρηση — η αδιαμαρτύρητη υπομονή, μεγάλη καρτερικότητα, στωικότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάσχεση — η (Α ἀνάσχεσις) νεοελλ. αναχαίτιση, συγκράτηση, σταμάτημα αρχ. 1. ανοχή, εγκαρτέρηση 2. ανέβασμα, άνοδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανέχω. ΠΑΡ. ανασχετικός] …   Dictionary of Greek

  • αναμονή — η (Α ἀναμονή) [ἀναμένω] 1. το να περιμένει, να προσδοκεί κανείς κάτι ή κάποιον προσμονή, προσδοκία 2. υπομονή, καρτερία, εγκαρτέρηση νεοελλ. 1. ησυχία, ηρεμία, άνεση 2. «αίθουσα αναμονής», ο χώρος όπου περιμένει κανείς 3. φρ. «εν αναμονή», με την …   Dictionary of Greek

  • εγκαρτερία — ἐγκαρτερία, η (Μ) η εγκαρτέρηση …   Dictionary of Greek

  • ενάθληση — η (AM ἐνάθλησις) άσκηση σε κάτι, εκγύμναση μσν. υπομονή στα βασανιστήρια, εγκαρτέρηση …   Dictionary of Greek

  • επίκτητος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φιλόσοφος (Ιεράπολις, Φρυγία περ. 50 μ.Χ. – Νικόπολις, Ήπειρος 138 μ.Χ.). Μαζί με τον Σενέκα και τον Μάρκο Αυρήλιο, ο Ε. είναι ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της τρίτης σχολής του στωικισμού, του ρωμαϊκού… …   Dictionary of Greek

  • επιμονή — η (AM ἐπιμονή) [επιμένω] εμμονή, σταθερότητα (α. «εξακολούθησαν να ξεφυλλίζουν τ’ αραποσίτι με την ίδια προθυμία κι επιμονή», Καρκαβίτσας β. «ἀγαστὸς κατὰ τὴν ἐπιμονὴν οὖτος ὁ ἀνήρ», Πλάτ.) νεοελλ. πείσμα μσν. διάρκεια αρχ. 1. χρονοτριβή,… …   Dictionary of Greek

  • καρτερία — Ονομασία ατμοκίνητης κορβέτας, η οποία ναυπηγήθηκε στην Αγγλία το 1826, έπειτα από παραγγελία του φιλέλληνα πλοιάρχου Χάστινγκς. Ο ίδιος ανέλαβε τη διακυβέρνηση του νέου πλοίου, με το οποίο έπλευσε προς την Ελλάδα. Ήταν τροχήλατο ατμοκίνητο… …   Dictionary of Greek

  • μακροθυμώ — (AM μακροθυμῶ, έω) [μακρόθυμος] 1. υπομένω τα σφάλματα και τις αδικίες τών άλλων, είμαι μακρόθυμος, ανεκτικός («μακροθύμησον ἐπ ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω», ΚΔ) 2. είμαι ανεξίκακος, επιεικής μσν. περιμένω υπομονητικά αρχ. 1. αργώ να έλθω σε… …   Dictionary of Greek

  • μακροψυχώ — μακροψυχῶ, έω (Α) [μακρόψυχος] έχω εγκαρτέρηση, υπομονή, είμαι υπομονητικός, καρτερικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”